Μετά το Πάσχα, οι καμπάνες σωπαίνουν και αρχίζει το μονοπάτι. Από νωρίς μέσα στην πρωινή δροσιά, ώσπου να φανεί ψηλά η εκκλησία.
Εκεί στο ύψωμα του παλιού χωριού.
Ανεβαίνοντας, προσπερνάς αγριοκουμαριές και εκείνους τους μεγάλους επιβλητικούς βράχους. Λούροι — σμιλεμένοι από το χρόνο.
Ο αέρας κουβαλά τη μυρωδιά της πρώτης Άνοιξης, η θάλασσα μένει πίσω και η ανάσα βαθαίνει.
Καθένας κρατούσε κάτι. Έναν άρτο, λίγο τυρί, κρασί, αυγά. Μία προσφορά για το κοινό τραπέζι με το φαγητό να είναι σύμβολο του κοινού βίου.
Τόπος συνάντησης και ευλογίας.
Τα πέτρινα τραπέζια λειασμένα απ’ τον καιρό και ίσως εκεί, ανάμεσα τους να βρίσκεται η πιο απλή — και πιο βαθιά — λειτουργία.
•
